Ήταν ένα κυνηγός ψεύτης στο καφενείο και λέει τα δικά του.
Και που λέτε μάγκες εκεί που πήγαινα μέσα στο δάσος ξάφνου πίσω από ένα μικρό λόφο βλέπω κάτι τεράστια κέρατα να ξεπροβάλλουν.
Αμάν παναγίτσα μου. Τι είναι τούτα? Αρχίζω να ανεβαίνω το λόφο και τη να δω ρε παιδιά?
Ένα τεράστιο ελάφι. Τόσο μεγάλο όσο μια 3οφη κατοικία.
Τι να κάνω σκέπτομαι. Από τη μια έχω μόνο σφαίρα για αγριογούρουνα από την άλλη τέτοιο ελάφι το αφήνεις? Κι αν αστοχήσω και με πάρει στο κυνήγι?
Δε γαμιόνται όλα σκέφτομαι. Μιας που όλοι γνωρίζεται όλοι ότι τη καραμπίνα την έχω οδοντογλυφίδα ….σημαδεύω στο λεμάρι …. Μπαμ. Κάτω με τη μία. Αίματα παντού.
Αμάν σκέπτομαι. Τώρα είμαι με το πόδι. Πως θα κουβαλήσω αυτό το κτήνος σπίτι. Δε μπορώ να γυρίσω και να έρθω να το πάρω με φορτηγό γιατί μπορεί να με πιάσουν.
Τι κάνω, τι να κάνω. Θα το τεμαχίσω. Παίρνω τα κέρατα και τα δένω στη πλάτη μου. Βγάζω τα δόντια και τα κάνω κολιέ. Βγάζω τα άντερα και τα κάνω κορδόνια. Να μη πάρω και κρέας. Τι διάολο? Κόβω που λέτε τα μπούτια και βάζω κάτω από τις μασχάλες.
Εκείνη την ώρα χτυπάει το τηλέφωνο του καφενείου και είναι η γυναίκα του.
-Έλα γυναίκα. Δε σου είπα να μη παίρνεις στο καφενείο.
-Για το φαγητό σε πήρα. Τι να μαγειρέψω.
-Ξέρω γω ρε γυναίκα. Χέσε μας. Κάνε μακαρόνια.
-Καλά. Μην αργήσεις.
Γυρνάει στη παρέα του ο κυνηγός.
-Που είχα μείνει μάγκες?
-Με τα μπούτια κάτω από τις μασχάλες.
-Και της τραβάω που λέτε ένα πούτσο.
Σου Άρεσε? Κανε Like!!